|
румынский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово румынский? — ρουμανικός как с (ново)греческого переводится слово ρουμανικός? — румынский — φουχτίζω — νεανίας — κρεσέντο — ελασσον — τριαντάρης — δωσίδικος — μεστότητα — ερωτιάρα — ασυμπέραστος — αδιαπτώτως — δώθενες — αγγειογράφος — αδελφότητα — κοντσίνα — ανηφόρι — πλαγιοφύλαξη — πραμάτεια — μπασίδι — τρόφιμος — μωραίνομαι — δυσάγωγος |
|||