|
(αόρ. προσηυχήθην) молиться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово молиться? — προσεύχομαι как с (ново)греческого переводится слово προσεύχομαι? — молиться — σκατούλα — προφητεύω — αλαλία — σφαδασμός — κουσκουσουρεύω — μητρότητα — ξεθεμελιώνω — ανερώτηγα — λευκόφαιος — γκαντέμα — τριγωνίζω — γλαφυρός — κούρσον — ικανοποιητικός — αξεσκέπαστος — κοχλιοφόρος — καλικατζού — αγριοβαλανίδι — εδυνήθηην — κεραμίστας — θαλασσόβρεχτος |
|||