Новогреческий словарь
προσεύχομαι
προσεύχομαι
(αόρ. προσηυχήθην)
молиться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
молиться
? —
προσεύχομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
προσεύχομαι
? — молиться
#
(ново)греческий словарь
—
εμποδίζω
—
αδυνατώ
—
αψομίλητος
—
αγόρευση
—
τροχιστής
—
βούτας
—
κατακόπτω
—
αφθονιακός
—
αλκαλιώ
—
δημεγέρτης
—
αχειρία
—
λαϊκοαπελευθερωτικός
—
δασύτης
—
πουπουλάκι
—
λειτουργικός
—
εμμελώς
—
όσιος
—
ρωμιοσύνη
—
κυμάτισμα
—
επικύρωση
—
πράξη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве