Новогреческий словарь
υπεραστικός
υπεραστικός
междугородный
;
λεωφορείο τής ~ής συγκοινωνίας — междугородный автобус
;
~ή τηλεφωνική επικοινωνία — междугородная телефонная связь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
междугородный
? —
υπεραστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
υπεραστικός
? — междугородный
#
(ново)греческий словарь
—
συνδιδάσκω
—
καταπινάρι
—
αζιμουθιακός
—
τραβιουμαι
—
διασώστης
—
κατατρυπώμαι
—
συγχαρητήριος
—
συνδικαλιστής
—
στομαχοδυνία
—
μετακινώ
—
δασοφυλακείο
—
αμμωνάλη
—
βωλογύρισμα
—
πεισμώνω
—
περιεκτικός
—
λατινόφρων
—
δραματολόγιο
—
θεώρηση
—
αβαράρω
—
χαλκοκορώνη
—
βόλιση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве