|
дарить; жаловать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дарить? — δωρίζω как на (ново)греческом будет слово жаловать? — δωρίζω как с (ново)греческого переводится слово δωρίζω? — дарить, жаловать — γρασερός — εκκήρυξη — ολοκαιρίς — Βιρμανή — τηκτός — χιλιοστημόριον — αδικοκρισία — πόμπιασμα — πιθανός — κατανυκτικός — χαμαικέρασος — πεντάχορδος — ραδιόλα — γελάστρια — Θεριστής — ανακαθιστός — γυριστής — χειριστικός — στενόχωρος — σκυταλοδρομία — αλφαδιάζω |
|||