Новогреческий словарь
χρεώβαρο
χρεώβαρο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
χρεώβαρο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
τόπι
—
άπρακτος
—
εικοσαράκι
—
αυτοάμυνα
—
εντεροκολίτιδα
—
υδροσκοπικός
—
μηχανοπέδη
—
ωχρίαση
—
αναφύομαι
—
μουντζαλώνω
—
γύροθεν
—
κοντοπόδαρος
—
γένιο
—
χιονοδρόμιο
—
νευροπάθεια
—
λεμφατισμός
—
ποδόγυρος
—
γλυκοχαϊδεύω
—
πεζοπορία
—
γόβάκι
—
χονδρέμπορος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве