|
тенистый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тенистый? — ισκιερός как с (ново)греческого переводится слово ισκιερός? — тенистый — κηρομπογιά — μεσαίωνας — θιασώτης — παράφραση — ένσπερμος — συνασφαλίζομαι — εξάποδος — χάν — αμοιβαίος — αναγνωρίζω — συζευκτικός — κύτταρο — γεννοφάσκια — ηλεκτρονόμος — διανοούμενη — αφρόκρεμα — μάγγωμα — αγνωρισιά — καουτσούκ — μπαϊραχτάρης — ορειβατικός |
|||