Новогреческий словарь
σωματιστικός
σωματιστικός
корпускулярный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
корпускулярный
? —
σωματιστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
σωματιστικός
? — корпускулярный
#
(ново)греческий словарь
—
γνώριμος
—
αεροναύτης
—
μαχητής
—
δήξ
—
επαιτώ
—
ουλαμαγός
—
στύση
—
κάκια
—
εγωισταίνω
—
μετατρεψιμότητα
—
γαλβανόμετρο
—
πιανίσσιμο
—
λειωμα
—
εγκεντρίς
—
λόχος
—
θρίξ
—
διασπορέας
—
τρύπανο
—
συνταυτισμός
—
κλεπταποδοχή
—
ολοκληρώνομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве