|
η хим. магнезия; κεκαυμένη ~ — жжёная магнезия; θειϊκή ~ — сернокислая магнезия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово магнезия? — μαγνηζια как с (ново)греческого переводится слово μαγνηζια? — магнезия — πολιορκητής — απίδι — αθανάτιστος — μαντατεύτρα — ατρούπωτος — στραβόξυλο — αβασίλευτος — εξολίσθηση — χάρος — εμπεταστής — ανάφτερος — προϋπάρχω — κομπρέσα — νυμφαία — εξήκοντα — εξοπίσω — μηδενικούρα — μαρμαρουργία — ολμοστάσιο — βεβαιωτής — παλαμίδα |
|||