Новогреческий словарь
περιβρέχω
περιβρέχω
(αόρ. περιέβρεξα)
омывать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
омывать
? —
περιβρέχω
как с
(ново)греческого
переводится слово
περιβρέχω
? — омывать
#
(ново)греческий словарь
—
μαυρόκοττα
—
αργυρένιος
—
γαιοκτήμων
—
μειώνω
—
ξεπάγιασμα
—
διάλειψη
—
λαφυραγώγία
—
συντρέχτης
—
ανθοκομικός
—
προστυχών
—
αποτεμαχίζω
—
κλαγγή
—
ανατριχιαστικός
—
νήτικο
—
ντετερμινιστικός
—
παρτίδα
—
ξυπασιά
—
περιωρισμένος
—
αποσπερού
—
αγροχημεία
—
τελματώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве