|
το наценка, надбавка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наценка? — υπερτίμημα как на (ново)греческом будет слово надбавка? — υπερτίμημα как с (ново)греческого переводится слово υπερτίμημα? — наценка, надбавка — γελώ — αστέρευτος — ελεφαντώδης — αλεξικέραυνο — δαιμόνιο — αισθηματικώς — αρχιγένεση — γαστροσκόπία — φωτότυπο — κομπωτής — αιματηρός — παρέστιος — γέμος — όδευσις — νηματουργία — παραστάτις — αμεριμνοσύνη — τρακτερωτός — απαρακώλυτος — αξέσπαστος — στρατιωτικοποίηση |
|||