|
ο догматик; доктринёр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово догматик? — δογματιστής как на (ново)греческом будет слово доктринёр? — δογματιστής как с (ново)греческого переводится слово δογματιστής? — догматик, доктринёр — μηνοειδής — ασημωτής — σκυλάκι — πενταετία — αντικαταλλαγή — ασαράντιγος — αντεκδίκηση — αμμόδρομος — φιλονομία — υπομνηματίζω — διευρύνομαι — μάντρα — αστάθμιστος — κουτσογράμματα — πλιθάρι — ανακατώνω — καταπλήσσω — βαρώ — φεγγαρομέτωπος — εφτάωρος — αργόβιος |
|||