Новогреческий словарь
ωτοδυνία
ωτοδυνία
η
ушная боль
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ушная боль
? —
ωτοδυνία
как с
(ново)греческого
переводится слово
ωτοδυνία
? — ушная боль
#
(ново)греческий словарь
—
ασπροντύνομαι
—
θάβω
—
έχιδνα
—
κατηγοριάρης
—
στέρξιμο
—
άσσος
—
αρχίατρος
—
αμελέτητα
—
μπαρουταποθήκη
—
γέρας
—
πλουσιότατος
—
μάρτης
—
τεϊοποτείο
—
κουροφέξαλα
—
ανελκυστήρας
—
επιγονατιδικός
—
γλισχρεύομαι
—
ροόμετρο
—
τάς-κεμπάπ
—
μεταπράτηση
—
ακακολόγητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве