|
το тальк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тальк? — ταλκ как с (ново)греческого переводится слово ταλκ? — тальк — χαλικώνω — Φ;φ — αυγουλάτο — μάστορας — φτάρνισμα — ρεσάλτο — λύνομαι — αμάραντο — πρεσβεία — διέστην — τυραννισμένος — χοιράδα — τζάνεμ — καλντεριμιτζού — ξεδιπλώνω — μπουρδού — αναγκάζω — γαριδάκι — πτιλώδης — διό — μηνίσκος |
|||