Новогреческий словарь
μανκάρω
μανκάρω
(αόρ. μανκάρισα)
улечься
(о ветре)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
улечься
? —
μανκάρω
как с
(ново)греческого
переводится слово
μανκάρω
? — улечься
#
(ново)греческий словарь
—
ρυτιδώνω
—
βαλίζα
—
αρβανιτουριά
—
υμνώ
—
συντεχνίτισσα
—
αποθαρρεύω
—
εξορισμός
—
αυτογένεσις
—
παιδάκι
—
βούρτσα
—
αναπήδηση
—
τριακοσιοστός
—
μονύδριο
—
φουστανελλοφόρος
—
αποξειδώνω
—
στιλβωτικός
—
ενδοτικότητα
—
αντισμήναρχος
—
ατρύπωτος
—
πολυσύχναστος
—
μετεωροσκοπείο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве