Новогреческий словарь
φάντης
φάντης
ο карт.
валет
;
===
παρουσιάζομαι σά ~ μπαστούνι — явиться нежданно-негаданно, свалиться как снег на голову
;
τί έχει νά κάνει (или τί σχέση έχει) ο ~ μέ τό ρετσινόλαδο — [phrase]похож как гвоздь на панихиду; ничего похожего[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
валет
? —
φάντης
как с
(ново)греческого
переводится слово
φάντης
? — валет
#
(ново)греческий словарь
—
αξέσχιστος
—
τουρτουρίζω
—
σμήριγξ
—
εξεπίτηδες
—
μισθοσυντήρητος
—
μουσουνίζω
—
μονόχειρας
—
επέλευση
—
αγγελομάχημα
—
ακρυστάλλωτος
—
εννεακοσιάκις
—
θρησκοπάθεια
—
αιμόστασις
—
ανθρακούχος
—
ξεσκοτίζομαι
—
πλευρά
—
ακούραστος
—
πτητικός
—
ταγγισμένος
—
χαμαλίκι
—
υφαντική
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве