Новогреческий словарь
σκαλμοδόκη
σκαλμοδόκη
η мор.
планшир
(ь)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
планшир
? —
σκαλμοδόκη
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκαλμοδόκη
? — планшир
#
(ново)греческий словарь
—
έκλειψη
—
υδρομιγής
—
βροντάω
—
καλυκοποιείο
—
αλλοδαπή
—
μοιροκρατικός
—
δεκαμερής
—
χτύπος
—
αλήθεια
—
νάρκωμα
—
τετραήμερος
—
απόθετος
—
καμπινέ
—
μυτιλοτροφείο
—
τηλεφωνείο
—
τμήμα
—
σαμπάνιο
—
μικροφυτικός
—
σώγαμπρος
—
μέλας
—
καθημαγμένο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве