Новогреческий словарь
μηνύτρια
μηνύτρια
η юр.
жалобщица, истица
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
жалобщица
? —
μηνύτρια
как на
(ново)греческом
будет слово
истица
? —
μηνύτρια
как с
(ново)греческого
переводится слово
μηνύτρια
? — жалобщица, истица
#
(ново)греческий словарь
—
μετζοσοπράνο
—
αναξήρονση
—
κουζινίτσα
—
αγγειακός
—
απαράδεχτος
—
αδιάσταλτος
—
αμμοδοχείο
—
γελοιότητα
—
αντηλιά
—
κλαρίτης
—
παλιομπεκρού
—
οικοδίαιτος
—
απαγορεύσιμος
—
αγοροκόριτσο
—
σχετίζομαι
—
ρεαλιστικός
—
ψηστήρι
—
σερσέμικος
—
πετσοκόμματο
—
δώρημα
—
Αθίγγανος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве