|
судебный; ~ό κατάστημα — судебное учреждение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово судебный? — δικαστηριακός как с (ново)греческого переводится слово δικαστηριακός? — судебный — κατανεμημένος — αδελφός — αβατσίνωτος — χειροτονώ — ανθεξα — παστέλλι — αναβρυτήριο — κακοπερνώ — θεσσαλονίτικος — αχυράνθρωπος — ανακαθάρισμα — μητρίτιδα — ανεφοδιάζω — μαγιά — προνευστασμός — μυξούλα — Πρωτοχρονιά — απωθητικός — άδικος — κομπορρημοσύνη — καπακώνω |
|||