Новогреческий словарь
μισό
μισό
το
половина
;
στά ~ά τού δρόμου — на полпути, в середине пути
;
~ καί ~ — пополам
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
половина
? —
μισό
как с
(ново)греческого
переводится слово
μισό
? — половина
#
(ново)греческий словарь
—
τυμπανοκρούστης
—
στενοκέφαλος
—
φλοίσβισμα
—
κοχλιοστρόφιο
—
ψάρι
—
σταχτοκουλούρα
—
ευεργέτημα
—
ξεφυσώ
—
ένσφαιρος
—
δια-
—
εκατόνταρχος
—
αζαλίκωτος
—
εκλεπτοσμένος
—
μαντικός
—
φλυκταινώδης
—
σκωληκοτροφία
—
μπουκωμένος
—
αφίσσα
—
ιπποδρόμιο
—
ασημοκαπνίζω
—
νεανίσκος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве