|
η геол. петрография #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово петрография? — πετρογραφία как с (ново)греческого переводится слово πετρογραφία? — петрография — ρήτρα — κοιλοπονω — Αλεξανδρούπολη — δυσεκπλήρωτος — αβωλοκόπητος — πορθμός — καλόγηρος — εμπορευματολόγος — μαγνητοσκόπηση — μονότομο — παζάρεμα — ουτοπιστικός — πιστολάκι — πλατέως — βραδιάτικος — τσεπούλα — ασφούγγηχτος — σμπαράλια — υέτιος — ημιδιαφανής — κράτημα |
|||