|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χοντροαλεσμένος? — — μετασχηματιστής — κράξιμο — εκλακτίζω — ακλόνηστος — διαδοχικά — σπόνδυλος — δικαίως — αγκαθερός — παλιόκαιρος — ξομολόγος — διαφορεύω — εικονογραφημένος — ψιλοχάραγος — νεκροσκοπία — αναγνωριστικός — λούστρος — μπαϊρακτάρης — συστολεύς — έμορφος — ηδονοθήρας — κογκλάβιο |
|||