|
το бухгалтерия (контора); Γενικό Λογιστήριο — Казначейство, главное финансовое управление (страны) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бухгалтерия? — λογιστήριο как с (ново)греческого переводится слово λογιστήριο? — бухгалтерия — μορφινισμός — ευχετικός — ψυχογράφημα — παραμάγερας — καταδικασθείς — καρβουνέμπορος — στοκάρω — χειμωνικός — ψευδο- — αστικοποίηση — κοπελλίστικος — μονοκούκκι — παρατροπίδιο — συλώ — ανάκατα — μηχανοποίητος — εφοδευτής — σελιδοποιούμαι — τερατογένεση — γκρεμιστής — δελέασμα |
|||