Новогреческий словарь
αεριοωθούμενος
αεριοωθούμεν|ος
реактивный
(о двигателе);
~ο καταδιωκτικό αεροπλάνο — реактивный истребитель
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
реактивный
? —
αεριοωθούμενος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αεριοωθούμενος
? — реактивный
#
(ново)греческий словарь
—
βρόγχος
—
φρίττω
—
βρόγχίον
—
αρσενικό
—
πάγω
—
Βαροθερμοϋγροανεμογράφος
—
ομαίμων
—
στιγμή
—
υδροπέπων
—
μελισσολόι
—
αδάγκωτος
—
αρράγιστος
—
περίγελο
—
σωλήνα
—
δαιμόνιο
—
αγνωμιά
—
εδεμικός
—
καλάθα
—
άρα-κατάρα
—
καφέμπρικο
—
μικροαστισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве