|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δαχτυλάκι? — — ομοκεντρικός — κόντημα — σέμπρος — πεσιμιστής — τρισυπόστατος — αντροδίαιτος — στραβοπατάω — ριξιά — πολυμέλεια — απορρόφηση — εθνοφυλακή — ύδραρθρος — στασιασμός — αξιονάγνωστος — λογοτριβή — επανασυνδέω — ερασιτεχνισμός — ιδιοσύστατος — εύγραμμος — αποχώριση — τιρμπουσσόνι |
|||