|
1) переохлаждать; 2) замораживать (продукты) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово переохлаждать? — υπερψύχω как на (ново)греческом будет слово замораживать? — υπερψύχω как с (ново)греческого переводится слово υπερψύχω? — переохлаждать, замораживать — αναντιπροσώπευτος — γεροντολεύτερη — μαδαρίζω — μαθητιώ — βιβλιογνωσία — ξυλοκέφαλος — αποδεδειγμένα — αναστέλλουσα — αντιδημοτικός — μοσκοβόλημα — ιερέας — μετάλλινος — καταδρομικός — κόντες — φλοκάτη — διαπυνθάνομαι — πλευριτώνομαι — γλυκοκοιμούμαι — πολυθεϊστικός — ειρωνεία — πρωταυγουστιάτικος |
|||