Новогреческий словарь
δίτροχο
δίτροχο
το
двуколка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
двуколка
? —
δίτροχο
как с
(ново)греческого
переводится слово
δίτροχο
? — двуколка
#
(ново)греческий словарь
—
σιωπώ
—
απανταχόθεν
—
ψηφιδωτό
—
ολπίδα
—
άμισθος
—
κασελλάκι
—
βουλγάρική
—
αργκιλές
—
πικάρισμα
—
οικοκυρικά
—
εισήγαγα
—
πρωτύτερος
—
σπιρουνιά
—
μεταξάς
—
διαδίκτυο
—
μοχθηρία
—
τριτογενής
—
Αϊκαθίστρα
—
ξανανοίγω
—
λυκειάρχης
—
λοβιτούρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве