|
(αόρ. κατηύφρανα, παθ. αόρ. κατηυφράνθην) весьма радовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово весьма радовать? — κατευφραίνω как с (ново)греческого переводится слово κατευφραίνω? — весьма радовать — διυλισμένος — μέλος — καριοφίλι — χρηματοκρατία — κατισχύω — γλωσσοπέδη — ύφεση — ωροδείκτης — ισόπεδος — πολύφωνος — καρβουνιασμένος — διαπλάττω — αμπελήσιος — τσίκνωμα — βοτανίζω — τοτεμισμός — άσος — αγρανάπαυση — παρακινώ — καλεντάρι — καβουρόψυχα |
|||