Новогреческий словарь
αναλογούν
αναλογούν
το
доля, часть; пай
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
доля
? —
αναλογούν
как на
(ново)греческом
будет слово
часть
? —
αναλογούν
как на
(ново)греческом
будет слово
пай
? —
αναλογούν
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναλογούν
? — доля, часть, пай
#
(ново)греческий словарь
—
αταξινόμητος
—
ψυχολάτρης
—
παραπολύ
—
βακτηριακός
—
χοντροφτειαγμένος
—
αδικοσκοτωμένος
—
κομμώτρια
—
αδικοχαμένος
—
δυστροπία
—
μετοχιάριος
—
αισθηματολογικά
—
πάκτωμα
—
ρωγαλίδα
—
στρατιωτικοποιημένος
—
γυψέλι
—
ψάθινος
—
λουμινάλη
—
αποπαγώνω
—
μικροαμπέρ
—
μισοζώντανος
—
βαθμονόμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве