|
некомпетентность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово некомпетентность? — αναρμόδιο как с (ново)греческого переводится слово αναρμόδιο? — некомпетентность — αποσταθεροποιώ — λησμονάω — αδιπλασίαστος — προφυλάσσομαι — προσδιορισμένος — δέ — κατεργάζομαι — χειρόπλαστος — αρνοκοπή — ενδεση — παραμικρός — μελιτωμένος — φρυάττω — γίγγλυμος — εσωτερικότητα — ιδανισμός — υδροφορείο — κεφαλάρι — αμεταχείριστος — λιάνωμα — ρεμβαστικός |
|||