Новогреческий словарь
φθειρίζομαι
φθειρίζομαι
искать вшей
(у себя)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
искать вшей
? —
φθειρίζομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
φθειρίζομαι
? — искать вшей
#
(ново)греческий словарь
—
αρτεργάτης
—
ομοφυλοφιλικός
—
καδένα
—
δίδυμος
—
ρεμπετεύω
—
ζωτικότητα
—
εκκάθιση
—
συνομολογώ
—
θελεμός
—
γιαλό
—
μεσοκάρπιο
—
Κολωνάκι
—
ακυρωμένος
—
ακαπλάντιστος
—
μειδίαμα
—
οπωροκηπευτικά
—
ποιμνιοβοσκή
—
σιάσιμο
—
ασελίδωτος
—
ιμπρεσσιονίστρια
—
συνθηκολογώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве