Новогреческий словарь
κοκκινέλι
κοκκινέλι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κοκκινέλι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μινυρίζω
—
εξαστισμός
—
τετραπλασιάζω
—
κακόκεφος
—
χαρουπάλευρο
—
ωφελιμιστικός
—
στεατίτης
—
προνόμιο
—
φίστουλας
—
πορεύομαι
—
ανερμάτιστα
—
απροφύλακτος
—
αερόπλανο
—
σκέλος
—
αναγκασμένος
—
ριζοσπαστικότητα
—
μπάσσος
—
καταχαλώ
—
καταχώρηση
—
νιοφερμένος
—
ισχυρώς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве