|
η вкладчица; депонент #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вкладчица? — καταθέτρια как на (ново)греческом будет слово депонент? — καταθέτρια как с (ново)греческого переводится слово καταθέτρια? — вкладчица, депонент — φλήναφος — εννεακόσιοι — φαρμακοποσία — εντρόπιασμα — αμφιγνωμίο — κύρτωμα — προκαταβολικά — εύθετα — αντιμισθία — λογχοπέλεκυς — σχίνος — σελλοποιός — μετεγγραφή — γονατιστός — λαβωμός — κεφαλαιοκράτισσα — αρμέγομαι — βραγιά — παιδόφιλος — περίληψη — μεταρσίωση |
|||