Новогреческий словарь
καταθέτρια
καταθέτρια
η
вкладчица; депонент
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вкладчица
? —
καταθέτρια
как на
(ново)греческом
будет слово
депонент
? —
καταθέτρια
как с
(ново)греческого
переводится слово
καταθέτρια
? — вкладчица, депонент
#
(ново)греческий словарь
—
ερυσιβούμαι
—
επιμελητεία
—
τρεμολάμπω
—
ανθότυρο
—
αποσαθρώνω
—
τετράπαχος
—
διεκφυγή
—
ρόφημα
—
βωμολοχικός
—
πομφόλυξ
—
αφάνταστος
—
αυθάδικος
—
νυμφομανία
—
καυτηριασμός
—
ζώο
—
εξανέστην
—
συνομολόγηση
—
ιμπεριαλίστρια
—
αναγεννώ
—
άπλετος
—
βιρμανικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве