|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αγιόνερο? — — αγρός — καθέδρα — ενοθεΐα — νύκτιος — ζεστούτσικος — οργώ — παλαιοελλαδίτισσα — κατσούφης — παλιοκοινωνία — ηλιόμορφος — γαιανθρακόπλινθος — τεμπέλιασμα — αναιρετικός — φαρμακογενής — ανδροκρατικός — χορομανής — ψαχούλεμα — ελικοτομώ — κουτσοδόντα — οργανοποιία — αμετασάλευτος |
|||