Новогреческий словарь
εύρηκα
εύρηκα
1. αόρ. от ευρίσκω ;
2.
эврика!, нашёл!
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
эврика!
? —
εύρηκα
как на
(ново)греческом
будет слово
нашёл!
? —
εύρηκα
как с
(ново)греческого
переводится слово
εύρηκα
? — эврика!, нашёл!
#
(ново)греческий словарь
—
κονταροχτύπημα
—
βρέφος
—
σαμποτάζ
—
αδιαχώρητα
—
αλευροειδής
—
ξεπουπούλιασμα
—
ορίζοντας
—
κομματιάζομαι
—
σκάση
—
μέγαιρα
—
απορρεύστωση
—
αξάνοιχτος
—
βυνοποιία
—
αχεροκάλυβο
—
αρχεγονία
—
μετεωροειδές
—
γνωσιθηρία
—
καραβάρα
—
διακούω
—
διαμονητήριο
—
ατού
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве