Новогреческий словарь
μούγκρισμα
μούγκρισμα
το
рёв; рычание; мычание
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рёв
? —
μούγκρισμα
как на
(ново)греческом
будет слово
рычание
? —
μούγκρισμα
как на
(ново)греческом
будет слово
мычание
? —
μούγκρισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μούγκρισμα
? — рёв, рычание, мычание
#
(ново)греческий словарь
—
γατιές
—
ρινικός
—
ψιλολογία
—
μαθησιακός
—
φάλαγγα
—
επιβίωση
—
λίβανος
—
φωνογραφικός
—
γυρευτής
—
ιεροπραξία
—
αντιπαρασιτικό
—
δημευτής
—
σημαιοφόρος
—
εξαχρείωμα
—
αλογόπετσο
—
προδιαγραφή
—
βατταλαλώ
—
μουτσούνα
—
χόλιασμα
—
παπουτσάδικο
—
κληροδότρια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве