|
ο мор. сирокко #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сирокко? — σορόκος как с (ново)греческого переводится слово σορόκος? — сирокко — χύμισμα — παράγωγος — παράνομα — φτερούγα — φωτοτυπώ — αμφιβολίτης — τάσσομαι — μαντιλοδένομαι — τουλούμι — καθοδικός — μεσολαβητής — τουρκεύω — τωόντι — οιναποθήκη — πρότερος — ενθρονιασμός — οινομάγειρος — ζωοταριχεία — κλέφτρα — κεκλιμένος — σαραντάμερο |
|||