|
η обещание; обет (книжн.); === γή τής ~ς — земля обетованная #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обещание? — επαγγελία как на (ново)греческом будет слово обет? — επαγγελία как с (ново)греческого переводится слово επαγγελία? — обещание, обет — σκληροπυρηνικά — φωνομετρικός — χαλκείο — δά — συννοσηρότητα — αυτοχθονισμός — τσατμάς — διακεκομμένος — δεσμεύομαι — καρύκευμα — δενδροκαλλιέργεια — κατσαρολάκι — πουριτανισμός — δίπλινθος — κοινωνιστής — πλήθιος — εκπαιδευτήριο — αλίζω — εκπηδώ — μποϋκοτάρισμα — αθαβος |
|||