Новогреческий словарь
θηλυκώνω
θηλυκώνω
застёгивать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
застёгивать
? —
θηλυκώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
θηλυκώνω
? — застёгивать
#
(ново)греческий словарь
—
βασιλομήτωρ
—
βαρυγγωμίζω
—
τανάπαλιν
—
εφταμηνίτικος
—
λίστα
—
πειθάρχηση
—
αποκαθαρίζω
—
παπαγαλίστικα
—
Επτάνησα
—
κατοπτροποιία
—
εμένα
—
φυλακισμενος
—
ποτοποιείο
—
εξαγόραση
—
γονόκοκκος
—
αμπόλιασμα
—
τεσσαρακοστό
—
ψευδόστομα
—
σκέλι
—
κουτσονούρης
—
ασβεστάς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве