|
настилать потолок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово настилать потолок? — νταβανώνω как с (ново)греческого переводится слово νταβανώνω? — настилать потолок — ξεφεύγω — ελεφαντουργίκή — αδολεσχία — στεφανιαίος — εκτύλιξη — διισχυρισμός — νεάζω — σπόγγισμα — ατμογόνος — εβενουργός — σκιόφιλος — αναπλήρωση — ετερόφωτος — λάρυγγας — επισωρευτής — συγκρουσιακός — ξώλαμπρα — επιπίπτω — κούπα — πλάση — καρκινογένεση |
|||