Новогреческий словарь
πεζοπορία
πεζοπορία
η
ходьба
;
===
θά πάμε ~ — [phrase]пойдём пешком[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ходьба
? —
πεζοπορία
как с
(ново)греческого
переводится слово
πεζοπορία
? — ходьба
#
(ново)греческий словарь
—
μάγισσα
—
σκάφη
—
σφυρίχτρα
—
αναγνώνω
—
ανικτερικός
—
μαρκάρισμα
—
ψυχιστής
—
αδιόριστος
—
βραχιόνιος
—
τσαμπουνώ
—
δεκατεύω
—
προβατύλα
—
πουριτανός
—
ανοικονόμητος
—
πρώϊμος
—
φαμελιακός
—
κόκκος
—
νοιάζει
—
σανιδοειδής
—
τεϊοποτείο
—
γραμματεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве