|
сильно завидовать (кому-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сильно завидовать? — ζηλοφθονώ как с (ново)греческого переводится слово ζηλοφθονώ? — сильно завидовать — φύλλο — παλάβρα — ναυτικό — αγρότης — γαϊδουρινός — πρωταγωνιστώ — αμετάλαβος — αφορμίζω — καμαρότα — υδροδυναμικός — οποσηδήποτε — πετεινοκεφαλή — περισώζομαι — αγελαδοστάσιο — εξυμνητικά — καταπάτηση — προσωπογραφία — αποτραβηγμός — ανείσπραχτος — δρωπικιάρης — μυστηριώδης |
|||