|
το авансцена; βγαίνω (или εμφανίζομαι, προβάλλω) στό ~ — прям., перен. выходить на авансцену #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово авансцена? — προσκήνιο как с (ново)греческого переводится слово προσκήνιο? — авансцена — παράχρηση — θεσμοδότης — λειώνω — μοσκομολόχα — αμνησικακία — μπλαστρώνω — κατάκορφα — λιμνογράφος — πασίχαρος — επιτηρώ — ρέπορτερ — κονταρόξυλο — αφεντοπούλα — περίσχεσις — αφοπλιστικός — κρυστάλλινος — ανοτιμητικός — μεταλλοβιομηχανία — μπακαλόγατος — πλειοδότρια — φαρμακοσυλλέκτης |
|||