Новогреческий словарь
αιγινήτικος
αιγινήτικ|ος
1.
эгинский
;
2. мн.ч. :
τά ~α — фисташки
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
эгинский
? —
αιγινήτικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αιγινήτικος
? — эгинский
#
(ново)греческий словарь
—
ταχυρόλο
—
γάσα
—
στραπόρτο
—
δωδεκαήμερος
—
σακοράφα
—
δυάρα
—
πολωνέζ
—
ατελώνιστος
—
βωλοκοπω
—
ανεμοδείχτης
—
επανάληψη
—
ξεταπώνω
—
ξετραχηλισμένος
—
ανεπάγγελτος
—
εξονυχιστικός
—
αραβοσιτοκαλλιέργεια
—
ΗΠΑ
—
στράτα
—
αφαιρούμαι
—
ίσιος
—
εδαφικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве