Новогреческий словарь
αυτοθαυμασμός
αυτοθαυμασμός
ο
восхищение (самим) собой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
восхищение собой
? —
αυτοθαυμασμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτοθαυμασμός
? — восхищение собой
#
(ново)греческий словарь
—
χτίζω
—
επιδεξιότητα
—
ηπιότητα
—
δίπορτο
—
υπότροφος
—
συντομογραφία
—
μυριόνεκρος
—
ελεγκτέος
—
χαμαλήτικος
—
προεδρεύω
—
εορταστικός
—
τσάτσα
—
εγκάλεσμα
—
λυσσάζω
—
δέστρα
—
πλωτάρχης
—
αναπείθω
—
στρυμωχτός
—
αλάκητος
—
κοκαλιάρης
—
θρυμματισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве