|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βλεφαρικός? — — ενδότατα — ταράζω — φαρμακοθεραπεία — διπλόσημος — ψελλίζω — εναντιόφρων — πίνος — επιστόμωση — μέλαθρον — επιβοήθησις — εκρυθμία — παρεμβολή — ασυντάραχτος — παροικία — στιλβωμένος — αφυπνίζω — αναθεματισμός — μεταστροφή — γόμαρος — ξυλοσκίστης — περιστατικός |
|||