Новогреческий словарь
οψικευόμενος
οψικευόμενος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
οψικευόμενος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ταξίμετρο
—
πλεμάτι
—
προσοδοφόρος
—
βηχιάρης
—
δεκάγωνο
—
ανορωτιέμαι
—
σημαίνων
—
προσωποποιία
—
έγειρα
—
ανυπερτίμητος
—
στριφτάλι
—
αναστομώνομαι
—
τορνωτός
—
ίς
—
ωόπ!
—
αρνούμαι
—
κάτσε
—
όψη
—
θεοσεβής
—
απαρχής
—
νιχιλιστικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве