|
узконосый, длиннорылый (о животных) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово узконосый? — ρυγχωτός как на (ново)греческом будет слово длиннорылый? — ρυγχωτός как с (ново)греческого переводится слово ρυγχωτός? — узконосый, длиннорылый — εκτονος — μακροκατάληκτος — αναπαλλοτρίωτος — αραδαριό — αποστερητικός — εξαερώνω — ψηλοκρατώ — φτασμένος — μπορετός — στραβοκύτταγμα — μάϊνα — χτισμένος — υποστίζω — οχυρωτική — κονσερβαρισμένος — φυσιογνωμονία — φυγάδας — σημαδούρα — ημικύκλιο — επισημειώνω — παρασιώπηση |
|||