|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καρναβαλιστής? — — ανορθογραφώ — προελληνικός — αλισβερίσι — περιχυμένος — σχήμα — επίπλευση — ξετυλιγμένος — ουσιαστικά — πολύκαρπος — κατασβεστήρας — μεγαλοαπατεώνας — αυτονομούμαι — επίρρωση — αγρόκτημα — σαμαρωτός — ενεργούμενο — φλάμπουρο — εργασμένος — άστυ — υδαρότητα — πύξινος |
|||