|
просмолённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово просмолённый? — κεδρωτός как с (ново)греческого переводится слово κεδρωτός? — просмолённый — βελόνιασμα — μέτρο — λειαντήρας — γρύζω — αντιλήπτωρ — πλαστελίνη — κορβέττα — νεοφερμένος — μεσάλι — ακολπος — θύσανος — αεριοταμιευτήρας — κομπασο — θαμαχτός — γκραβούρα — πιπίζω — αιδοίο — γυιός — στερεοϊσομέρεια — ερημίτης — υποδαπέδιος |
|||