Новогреческий словарь
συστέλλω
συστέλλω
(αόρ. συνέστειλα, παθ. αόρ. συνεστάλην)
сжимать; сокращать
;
τό ψύχος ~ει τά σώματα — [phrase]от холода тела сжимаются[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сжимать
? —
συστέλλω
как на
(ново)греческом
будет слово
сокращать
? —
συστέλλω
как с
(ново)греческого
переводится слово
συστέλλω
? — сжимать, сокращать
#
(ново)греческий словарь
—
αλληλεπίκουρος
—
δρομικός
—
καταψύχομαι
—
αρρεναγωγείο
—
μοχθηρός
—
ολόχρυσος
—
παντελονού
—
ομογλωσσία
—
κλεισώρεια
—
γλυφάδα
—
λιγώνω
—
ασημοκάπνισμα
—
παρόραμα
—
σκάζω
—
ξυλαγγουριά
—
κτηνοτροφείο
—
δοντιάζω
—
αξίνιστος
—
χρυσοτρίχης
—
πικροκαρδίζω
—
ή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве